λαμβάνω

λαμβάνω
και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω)
1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ
β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ.)
2. δέχομαι κάτι που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται κάποιος, παραλαμβάνω (α. «λάβετε, φάγετε τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ
β. «δεν έχω λάβει γράμμα του εδώ και τρεις μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», Αριστοφ.)
3. (με λέξεις που δηλώνουν τροφή, ποτό ή φάρμακο) τρώγω ή πίνω («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)
4. αποκομίζω κέρδος, όφελος ή εισόδημα, κερδίζω (α. «πόσα έλαβες από την υπόθεση;» β. «οἷον κλέος ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», Ομ. Οδ.
γ. «λαμβάνων οὔτ' οἶνον, οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῡ χωρίου», Αριστοφ.)
5. εισπράττω (α. «πόσα έχω να λαβαίνω;» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)
6. χρησιμοποιείται συνήθως σε περιφράσεις αντί για μονολεκτικά ρήματα (α. «λαμβάνω όνομα» ή «λαμβάνω επωνυμία[ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι
β. «λαμβάνω ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι
γ. «λαμβάνω τέλος» ή «λαμβάνω πέρας» — φθάνω στο τέλος, τελειώνω
δ. «λαμβάνω την ανάγκη» — χρειάζομαι
ε. «λαμβάνω τα όπλα» — προσφεύγω στα όπλα
στ. «λαμβάνω δόξα[ν]» — δοξάζομαι
ζ. «λαμβάνω σάρκα και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη φορά
η. «λαμβάνω την ευχαρίστηση» ή «λαμβάνω την καλοσύνη» — ευαρεστούμαι, προθυμοποιούμαι, προσφέρομαι να... θ. «λαμβάνω σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι
ι. «λαμβάνω τροπή [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, αρχίζω να πηγαίνω [καλά ή κακά]
ια. «λαμβάνω πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι
ιβ. «λαμβάνω συμβούλιον» — συνεδριάζω
ιγ. «λαμβάνω λήθην» — λησμονώ
ιδ. «λαμβάνω εν γαστρί» — μένω έγκυος
ιε. «λαμβάνω καρδίαν» ή «λαμβάνω θυμόν» — παίρνω θάρρος
ιστ. «λαμβάνω πείραν τινος» — δοκιμάζω
ιζ. «λαμβάνω φόβον» ή «λαμβάνω δέος» — φοβάμαι
ιη. «λαμβάνω νόσον» — αρρωσταίνω)
7. παροιμ. φρ. α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως απάντηση σε κάποιον που απαιτεί κάτι συνήθως αδικαιολόγητα
β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῡ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος δεν έχει να δώσει αυτό που τού ζητούν
γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν ζημιά αντίστοιχη με τη βλάβη που προξένησαν
νεοελλ.
1. (ο τ. λαβαίνω) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά
2. (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) το λαβείν
α) (ως λογιστικός όρος) η πίστωση, σε αντιδιαστολή με το δούναι, τη χρέωση
β) φρ. «έχω δούναι και λαβείν μαζί του» — έχουμε δοσοληψίες
3. φρ. α) «λαμβάνω την άγουσαν προς...» — κατευθύνομαι προς...
β) «λαμβάνω τα επίχειρα τής κακίας μου» — τιμωρούμαι για τις κακές μου πράξεις
γ) «λαμβάνω μέρος» — συμμετέχω
δ) «λαμβάνω το μέρος κάποιου» — υποστηρίζω κάποιον, παίρνω το μέρος του
ε) «λαμβάνω μέτρα» — προνοώ για κάτι
στ) «λαμβάνω τα μέτρα μου» — προφυλάσσομαι αμυντικά από ενδεχόμενο κίνδυνο
ζ) «λαμβάνω τον κόπο» — υποβάλλω τον εαυτό μου σε μικρό κόπο για να ευχαριστήσω κάποιον
η) «λαμβάνω την τόλμη» ή «λαμβάνω το θάρρος» ή «λαμβάνω την τιμή» — λέγονται ως φιλοφρονητικές φράσεις συνήθως σε ένδειξη σεβασμού
θ) «λαμβάνω τον λόγο» — αρχίζω να μιλώ
ι) «λαμβάνω γνώση» — μαθαίνω, πληροφορούμαι ή ενημερώνομαι για κάτι
ια) «λαμβάνει χώρα» — γίνεται, συμβαίνει
νεοελλ.-μσν.
φρ. «λαμβάνω υπ' όψιν μου» ή «λαμβάνω εις διάνοιαν» ή «λαμβάνω εις νουν» ή «λαμβάνω κατά νουν» — προσέχω ιδιαίτερα
μσν.
1. (για τη γη) σκεπάζω
2. (για κείμενο) αναφέρω, μαρτυρώ
3. διενεργώ, πραγματοποιώ
4. (για αποτέλεσμα αριθμητικής) εξάγω
5. φρ. α) «λαμβάνω τὴν βαλβίδα» — τερματίζω
β) «τὸ δὸς καὶ λαβέ» — αμοιβαία χτυπήματα
γ) «δίδω καὶ λαμβάνω» — αγωνίζομαι
δ) «λαμβάνω καιροῡ» ή «λαμβάνομαι καιροῡ» — εκμεταλλεύομαι την περίσταση
ε) «μὲ λαμβάνει ἡ ὥρα» — έρχεται η ώρα τού θανάτου
(μσν. -αρχ.)
1. παίρνω με τη βία, αρπάζω («οἱ δὲ ἄν Πὲρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα», Ηρόδ.)
2. συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῡ φόνου λαβεῑν», Σοφ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) κατακτώ, υποτάσσω, γίνομαι κύριος («ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», Σοφ.)
4. μτφ. για θεότητα ή για πάθος) καταλαμβάνω, κυριεύω (α. «ἡμῑν γὰρ καταγελᾱτε... ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει», Ηρόδ.
β. «ἄτιμόν τι αὐτῷ ἔδοξεν εἶναι καὶ ἄχος αὐτὸν ἔλαβεν», Ξεν.)
5. (για νόσο) προσβάλλω, επιπίπτω («καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε», Θουκ.)
6. παίρνω κάποιον μαζί μου («ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῑραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας», ΚΔ)
7. (σχετικά με ένδυμα) φορώ («τὴν δὲ στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἄν Ελληνίδα ἐσθῆτα», Ηρόδ.)
8. εκλαμβάνω κάτι με έναν τρόπο («ὀργῇ δ' ἅμα καὶ φόβῳ τὸ γεγονός λαμβάνοντες», Πλούτ.)
9. επιχειρώ, αναλαμβάνω («καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδα», Πίνδ.)
10. επιτυγχάνω κάτι («καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε», ΚΔ)
11. δέχομαι σε γάμο, παντρεύομαι («δοκέων αὐτὴν μᾱλλον λάμψεσθαι, ἤν ταῡτα ποιήσῃ», Ηρόδ.)
12. φρ. «λαμβάνω δίκην» — τιμωρούμαι
αρχ.
1. πιάνω επ' αυτοφώρω («κἄν λάβης ἐψευσμένον», Σοφ.)
2. (για τόπο) βρίσκομαι («ὅκως ἄν τὸ στρατόπεδον ίδρυμένον κατά νώτου λάβοι», Ηρόδ.)
3. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις ή με τον νου
4. μαθαίνω
5. (στη λογική) παίρνω κάτι ως δεδομένο, παραδέχομαι («ὅπαν ζῷον λαμβάνει, ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον», Αριστοτ.)
6. καθορίζω, προσδιορίζω, εκτιμώ
7. επισύρω εναντίον μου («γέλωτ' ἐν κακοῑς μωρίαν τε λήψομαι», Ευρ.)
8. φιλοξενώ
9. περιέχω, περιλαμβάνω («τὸ στρατόπεδον πεζοὺς μὲν λαμβάνει περὶ τετρακοσίους», Πολ.)
10. παίρνω άδεια να κάνω κάτι
11. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα κυρίου τοῡ θεοῡ σου ἐπὶ ματαίῳ», ΠΔ)
12. μέσ. λαμβάνομαι
α) επιπλήττω, επιτιμώ («ταχὺ γάρ σου λάβοιτ' ἄν τις τῶν παρ' ἡμῶν», Πλάτ.)
β) καταφεύγω, φθάνω («αἱ μὲν [νῆες] Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους μετά Κλεάρχου», Θουκ.)
13. παθ. μυούμαι, γίνομαι μύστης («τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους», Ιπποκρ.)
14. φρ. α) «λαμβάνομαι ἐμαυτοῡ» — συγκρατώ τον εαυτό μου, είμαι κύριος τού εαυτού μου
β) «λαμβάνω δίκην» — τιμωρώ, εκδικούμαι
γ) «λαμβάνομαι χαλεπῶς» — φέρομαι βάναυσα, κακομεταχειρίζομαι
δ) «λαμβάνειν πίστει καὶ ὁρκίοισι» — δένω κάποιον με όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστωτικός τ. λαμβάνω σχηματίστηκε υστερογενώς από τον αόρ. -λαβ-ον / λαβ-εῖν, με έρρινο ένθημα (-μ- < -ν-) και σχηματιστικό μόρφημα -άνω (πρβλ. μανθάνω: ἔμαθον). Το θ. λαβ- τού ἔλαβον ανάγεται σε *(σ)λăβ- (< ΙΕ ρίζα *(s)lagw- «πιάνω, αρπάζω», πρβλ. λάζομαι, λάβρος)
την εκτεταμένη βαθμίδα (λᾱβ- / ληβ·) εμφανίζει ο τ. τού μέλλ. λήψομαι (πρβλ. και λῆψις, λῆμμα). Ο τ. τού παρακμ. εἴληφα < *σεσλᾱφ-, με σίγηση τού -σ- και αντέκταση (το -φ- τού θ. κατ' επίδραση ενός θ. λαφ- που απαντά στο λάφυρο και στο ἀμφιλαφής*). Η ψίλωση τού εἴληφα αντί *εἵλειφα (< *hειλᾱφ-) λόγω ανομοιώσεως τών δασέων (νόμος τού Graffmann). Ο τ. λαββάνω < λαμβάνω, με αφομοίωση, ενώ ο μσν. και ο νεοελλ. τ. λαβαίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. ἔλαβα (πρβλ. λαγχάνω: λαχαίνω, τυγχάνω: τυχαίνω).
ΠΑΡ. λαβή, λαβίδα(-ίς), λήμμα, λήψη (-ις), ληπτός.
ΣΥΝΘ. αναλαμβάνω, απολαμβάνω, διαλαμβάνω, εκλαμβάνω, επαναλαμβάνω, καταλαμβάνω, μεταλαμβάνω, παραλαμβάνω, περιλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συμπαραλαμβάνω, υπολαμβάνω
αρχ.
αμφιλαμβάνω, ανταναλαμβάνω, ανταπολαμβάνω, αντεπιλαμβάνομαι, αντικαταλαμβάνω, αντιπεριλαμβάνω, αποδιαλάμβάνω, αποκαταλαμβάνω, διεκλαμβάνω, εγκαταλαμβάνω, ελλαμβάνω, εναπολαμβάνω, ενδιαλαμβάνω, εξαναλαμβάνω, επικαταλαμβάνω, επιλαμβάνω, επισυλλαμβάνω, μεταπαραλαμβάνω, περικαταλαμβάνω, περισυγκαταλαμβάνομαι, προαναλαμβάνω, προαπολαμβάνω, προπαραλαμβάνω, προσαναλαμβάνω, προσαντιλαμβάνομαι, προσαπολαμβάνω, προσεπιλαμβάνω, προσκαταλαμβάνω, προσπαραλαμβάνω, προσσυλλαμβάνω, προσυπολαμβάνω, προϋπολαμβάνω, συγκαταλαμβάνω, συμμεταλαμβάνω, συναναλαμβάνω, συναντιλαμβάνομαι, συναπολαμβάνω, συνδιαλαμβάνω, συνεκλαμβάνω, συνεπιλαμβάνω, συνυπολαμβάνω, υπαναλαμβάνω, υποδιαλαμβάνω
νεοελλ.
ανακαταλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, εμπεριλαμβάνω, επαναπροσλαμβάνω, επιλαμβάνομαι, προδιαλαμβάνω, προσυλλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνω — a pres subj act 1st sg λαμβάνω a pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνω — λαμβάνω, έλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εἰλημμένα — λαμβάνω a perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰλημμένᾱ , λαμβάνω a perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰλημμένᾱ , λαμβάνω a perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴληφθε — λαμβάνω a plup ind mp 2nd pl λαμβάνω a perf imperat mp 2nd pl λαμβάνω a perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνεσθε — λαμβάνω a pres imperat mp 2nd pl λαμβάνω a pres ind mp 2nd pl λαμβάνω a imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνετε — λαμβάνω a pres imperat act 2nd pl λαμβάνω a pres ind act 2nd pl λαμβάνω a imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνῃ — λαμβάνω a pres subj mp 2nd sg λαμβάνω a pres ind mp 2nd sg λαμβάνω a pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλημμέναι — λαμβάνω a perf part mp fem nom/voc pl εἰλημμένᾱͅ , λαμβάνω a perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλημμένον — λαμβάνω a perf part mp masc acc sg λαμβάνω a perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλημμένω — λαμβάνω a perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual λαμβάνω a perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”